ηγήτωρ

ηγήτωρ
(-ορός) ο
1) см. ηγέτης; 2) командующий, командир, начальник;

ηγήτωρ του στρατού — командующий армией


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ηγήτωρ" в других словарях:

  • Ἡγήτωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτωρ — f masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγητόρων — Ἡγήτωρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητόρων — ἡγήτωρ f masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήτορα — Ἡγήτωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτορα — ἡγήτωρ f masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήτορας — Ἡγήτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτορας — ἡγήτωρ f masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήτορε — Ἡγήτωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτορε — ἡγήτωρ f masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἡγήτορες — Ἡγήτωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»